συνειδητοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνειδητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος συνειδητοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

συνειδητοποιούμαι

  • αποκτώ μια συγκεκριμένη μορφή συνειδησης
    συνειδητοποιήθηκε ως κομμουνιστής μετά τον εμφύλιο

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]