συνταχύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνταχύνω < σύν + ταχύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνταχύνω