τεκνοποιέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεκνοποιέω < τέκν(ον) + -ποιέω

Ρήμα[επεξεργασία]

τεκνοποιέω

  1. τεκνοποιώ
  2. (ελληνιστική σημασία) υιοθετώ, τεκνοθετώ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]