τζιρακλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζιρακλίκι < τουρκική çıraklık (τσιράκι < τζιράκι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζιρακλίκι ουδέτερο

  • (παρωχημένο) έμμισθη μαθητεία, εργασία ως μαθητευόμενος (τζιράκι)
  • ※  Έκατζα μ’ εκείνες τις συμφωνίες οπού του είπα και έκαμα ’σ αυτόν δέκα χρόνους. Μό’ ’δωσε και αυτός δια μιστόν τετρακόσια γρόσια όλα. Του ζήτησα ένα δάνειο και μου τό’ ’δωσε με τόκον τα δέκα δώδεκα τον χρόνον. Του ’φκιασα ομολογία και την έχω ως σήμερον. Αυτό το τζιρακλίκι μό’ ’καμε κι’ αυτός. (Απομνημονεύματα, Ιωάννης Μακρυγιάννης, κεφ. A1)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]