τιμολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τιμολογώ < τιμολόγιο

Ρήμα[επεξεργασία]

τιμολογώ

  1. ορίζω την τιμή πώλησης κάποιου εμπορεύματος
  2. (ειδικότερα) εκδίδω τιμολόγιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]