τρατάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρατάρω < μεσαιωνική ελληνική τρατάρω < ιταλική trattare < λατινική tractare < tracto

Ρήμα[επεξεργασία]

τρατάρω

  • κερνάω (ειδικότερα για γλυκό ή ποτό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]