υλοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος υλοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

υλοποιούμαι

  • γίνομαι πραγματικός, παίρνω "σάρκα και οστά", με πραγματοποιούν
υλοποιούνται τα όνειρα, τα σχέδια, τα οράματα, οι προσδοκίες, τα προγράμματα
  • εμφανίζομαι (για οπτασίες που κάποιοι πιστεύουν ότι αποκτούν υλική υπόσταση)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]