υποκειμενοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποκειμενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος υποκειμενικοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

υποκειμενοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  • γίνομαι υποκειμενικός, ενώ ήμουν αντικειμενικός
    οι αξιες υποκειμενικοποιήθηκαν αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χάθηκε η δυνατότητα αντικειμενικής εκτιμησης ή μέτρησής τους

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]