υποτροπιάζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποτροπιάζων < υποτροπιάζω

Επίθετο[επεξεργασία]

υποτροπιάζων, -ουσα, -ον

  1. (ιατρική) που εμφανίζεται ξανά
    υποτροπιάζουσα ουρολοίμωξη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]