υποτροπιάζων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποτροπιάζων < υποτροπιάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
υποτροπιάζων, -ουσα, -ον
- (ιατρική) που εμφανίζεται ξανά
- υποτροπιάζουσα ουρολοίμωξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη υποτροπιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποτροπιάζων