υποτροπιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποτροπιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποτροπιάζω[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

υποτροπιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]