recur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɹɪˈkɜː(ɹ)/
ενεστώτας recur
γ΄ ενικό ενεστώτα recurs
αόριστος recured
παθητική μετοχή recured
ενεργητική μετοχή recuring

recur (en)

  1. επαναλαμβάνομαι
  2. (πληροφορική) εκτελώ συνάρτηση (function) αναδρομικά (recursively)

Συγγενικά

[επεξεργασία]