φτυαρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτυαρίζω < φτυάρι

Ρήμα[επεξεργασία]

Άντρας φτυαρίζει το χιόνι.

φτυαρίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]