shovel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shovel (en)

  1. (εργαλείο) φτυάρι για τη μεταφορά χώματος, λάσπης κλπ
  2. (ΗΠΑ) φτυάρι για σκάψιμο στον κήπο
     συνώνυμα: spade