shovel
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
shovel
(en)
(
εργαλείο
)
φτυάρι
για τη μεταφορά χώματος, λάσπης κλπ
(
ΗΠΑ
)
φτυάρι
για σκάψιμο στον κήπο
≈
συνώνυμα
:
spade
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Εργαλεία (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Ænglisc
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
Қазақша
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
ລາວ
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Русский
Simple English
Slovenčina
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Tagalog
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
Walon
中文