χάλαβρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάλαβρο < μεσαιωνική ελληνική χάρβαλον & χάραβλον με αντιμεταθέσεις υγρών συμφώνων < αβέβαιης ετυμ. με άλλους να εικάζουν ως ρίζα το χαλαρός άλλους να εικάζουν ότι υπήρξε αρχαίος τύπος χαλαβρός και με άλλους να θεωρούν ότι στη γέννηση της λέξης συμμετείχε ίσως το ἄρβηλος (σαν ημικυκλική φαλτσέτα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάλαβρο ουδέτερο (& χάρβαλο)

  1. βράχος ή σωρός από πέτρες που κατρατρακυλούν από ψηλά,
  2. ερείπιο, γκρέμισμα

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]