χάσκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χάσκι < λείπει η ετυμολογία
Ένα χάσκι κάθεται στο χιόνι.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χάσκι ουδέτερο άκλιτο

  • ράτσα σκύλου που κατάγεται από τη Σιβηρία και αντέχει σε ιδιαίτερα ψυχρά κλίματα

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]