χρησμολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρησμολογώ < αρχαία ελληνική χρησμολογέω / χρησμολογῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
χρησμολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρησμολογώ
|