нахлебник
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
нахлебник (ru) < πρόθημα на- + хлеб (ψωμί) + κατάληξη -ник
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
нахлебник (ru)
- αυτός που ζει σε βάρος άλλων, το παράσιτο, ο χαραμοφάης