нахлебник

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

нахлебник (ru) < πρόθημα на- + хлеб (ψωμί) +‎ κατάληξη -ник

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

нахлебник (ru)