ἀδημονέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀδημονέω < ἀδήμων
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀδημονέω - ἀδημονῶ (συνηρημένο)
- αγωνιώ, στενοχωριέμαι πολύ
- τὸ πρᾶγμα καὶ διεθερμαίνοντο, κατακλίνεσθαι καί τι καὶ ᾁδειν ἐκέλευον. ἀδημονούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου καὶ οὔτ᾽ ἐθελούσης οὔτ᾽ ἐπισταμένης,... : άρχισε όμως να θερμαίνεται η ατμόσφαιρα και τη διέταξαν να κάτσει δίπλα τους να τραγουδήσει, αλλά η νεαρή γυναίκα καθώς ένιωθε αγωνία και δεν ήθελε αλλά ούτε και ήξερε να τραγουδά... (Δημοσθένης, Περί της παραπρεσβείας, 19.197)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἀδημονέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδημονέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.