ἀνθίστημι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνθίστημι < (ἀντί) ἀνθ- + ἵστημι

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀνθίστημι (μέσο και παθητικό ἀνθίσταμαι)

  1. στήνω ενάντια ή απέναντι σε κάτι
  2. (αμετάβατο στη μέση φωνή) αντιστέκομαι
    ἀντέστησαν Ἀλεξάνδρω = αντιστάθηκαν στον Αλέξανδρο

Κλίση[επεξεργασία]

Δείτε και ἵστημι

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]