ἄσπονδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ἄσπονδος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ἄσπονδος
- ο χωρίς σπονδή
- με τον οποίο δεν μπορείς να κάνεις σπονδή, άσπονδος, αδυσώπητος, αδιάλλακτος
- που δεν μπορεί να εξιλεωθεί με σπονδές
- (κατ’ επέκταση), (ειδικότερα) ο θάνατος
- (για συνθηκολόγηση) που γίνεται χωρίς σπονδή και επομένως δεν είναι κανονική