ὄψιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὄψιος < ὀψέ
Επίθετο
[επεξεργασία]ὄψιος, -ία, -ιον, (παραθετικά: ὀψιαίτερος, ὀψιαίτατος)
- αυτός που συμβαίνει σε περασμένη ώρα
- ο καθυστερημένος χρονικά