κελαινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κελαινός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
κελαινός, -ή, -όν
- (χρώμα) σκοτεινός, μαύρος, μελαψός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 310 (308-310)
- αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως | ἔστη γνὺξ ἐριπὼν καὶ ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ | γαίης· ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψε.
- πέφτει ο ήρως | στα γόνατά του και στην γην με το παχύ του χέρι | στηρίχθη και τα μάτια του μαύρη σκεπάζει νύκτα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως | ἔστη γνὺξ ἐριπὼν καὶ ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ | γαίης· ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 117 (117-118)
- ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, | ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης.
- τες πτέρνες και τον τράχηλον το μαύρο δέρμα εκτύπα, | και γύρω την ομφαλωτήν εκύκλωνεν ασπίδα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, | ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 428 (426-428)
- οἰμωγὴ δ᾽ ὁμοῦ | κωκύμασιν κατεῖχε πελαγίαν ἅλα, | ἕως κελαινῆς νυκτὸς ὄμμ᾽ ἀφείλετο.
- Σαν παύσουν να φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες | τη γη, κι απλώσει το σκοτάδι στον αιθέρα, | σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια,
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- οἰμωγὴ δ᾽ ὁμοῦ | κωκύμασιν κατεῖχε πελαγίαν ἅλα, | ἕως κελαινῆς νυκτὸς ὄμμ᾽ ἀφείλετο.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 808 (807-809)
- τηλουρὸν δὲ γῆν | ἥξεις, κελαινὸν φῦλον, οἳ πρὸς ἡλίου | ναίουσι πηγαῖς, ἔνθα ποταμὸς Αἰθίοψ.
- και θενα φτάσεις | σε χώρα αλαργινή μαύρων ανθρώπων πέρα κατά του Ήλιου | τις πηγές, που τους ποτίζει ο Αιθίοπας ποταμός·
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- τηλουρὸν δὲ γῆν | ἥξεις, κελαινὸν φῦλον, οἳ πρὸς ἡλίου | ναίουσι πηγαῖς, ἔνθα ποταμὸς Αἰθίοψ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 310 (308-310)
- (για πράγματα που δεν φωτίζει ο ήλιος) σκοτεινός, ζοφερός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 433 (431-433)
- βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων | ξυμπίτνων, στένει βυθός, | κελαινὸς [δ᾽] Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς,
- Και συμπονώντας ο πόντος βογγά, | στενάζει ο βυθός | κρυφανταριάζουν βαθιά τα μαύρα της γης καταχθόνια
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων | ξυμπίτνων, στένει βυθός, | κελαινὸς [δ᾽] Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1050 (1050-1052)
- εἴς τε κελαινὸν | Τάρταρον ἄρδην ῥίψειε δέμας | τοὐμὸν ἀνάγκης στερραῖς δίναις·
- κι αυτό το κορμί | μες στα μαύρα τα τάρταρ᾽ ας ρίξει βαθιά | στης ανάγκης τ᾽ αφεύγατο ρέμα συρτό·
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- εἴς τε κελαινὸν | Τάρταρον ἄρδην ῥίψειε δέμας | τοὐμὸν ἀνάγκης στερραῖς δίναις·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 433 (431-433)
- (μεταφορικά) (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς
- (για λόγχη) μαύρη από το αίμα, αιματοβαμμένη
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 231 (229-232)
- θανεῖται, παραπλάκτῳ | χερὶ συγκατακτὰς | κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ | βοτῆρας ἱππονώμας.
- θα πέσει νεκρός, | αφού μ᾽ ακυβέρνητο χέρι και μαύρο σπαθί αδιάκριτα έσφαξε | τις βοσκές και τους φύλακες
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- θανεῖται, παραπλάκτῳ | χερὶ συγκατακτὰς | κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ | βοτῆρας ἱππονώμας.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 231 (229-232)
Συγγενικά[επεξεργασία]
ονόματα:
Πηγές[επεξεργασία]
- κελαινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κελαινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χρώματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)