çekiç

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

çekiç < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡ʃɛˈcit͡ʃ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: çe‐kiç

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

çekiç (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. çekiç - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν