ébouillantage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ébouillantage | ébouillantages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ébouillantage (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ébouillantage | ébouillantages |
ébouillantage (fr) θηλυκό