éclabousser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kla.bu.se/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
éclabousser (fr)
- πιτσιλώ
- (μεταφορικά) κηλιδώνω ηθικά
- γελοιοποιώ κάποιον με την οικονομική μου υπεροχή