éclaboussure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- éclaboussure < esclabousseüre < éclabousser
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
éclaboussure | éclaboussures |
éclaboussure (fr) θηλυκό
- η πιτσιλιά
- (μεταφορικά) ο αντίκτυπος