écoté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écoté < écot
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écoté | écotés |
θηλυκό | écotée | écotées |
écoté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écoté | écotés |
θηλυκό | écotée | écotées |
écoté (fr)