écouvillonnage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
écouvillonnage écouvillonnages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

écouvillonnage (fr) αρσενικό