égoïstique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɡɔ.is.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
égoïstique | égoïstiques |
égoïstique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
égoïstique | égoïstiques |
égoïstique (fr) αρσενικό ή θηλυκό