égout
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
égout | égouts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
égout (fr) αρσενικό
- ο υπόνομος, η αποχέτευση, o οχετός
ενικός | πληθυντικός |
égout | égouts |
égout (fr) αρσενικό