électrodynamomètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- électrodynamomètre < électrodynamique + -mètre < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Electrodynamometer
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
électrodynamomètre | électrodynamomètres |
électrodynamomètre (fr) αρσενικό