émulation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.my.la.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
émulation émulations

émulation (fr) θηλυκό

  1. η άμιλλα
  2. (emulation) η εξομοίωση

Συγγενικά[επεξεργασία]