épaississement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
épaississement épaississements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

épaississement (fr) αρσενικό

  1. η αύξηση του πάχους
  2. η πύκνωση
     συνώνυμα: densification

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη épais