étalage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

étalage < étaler

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
étalage étalages

étalage (fr) αρσενικό

  1. εκθετήριο εμπορευμάτων προς πώληση
  2. η επιδεικτική παρουσίαση

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • droit d'étalage: φόρος για να μπορεί ένας έμπορος να παρουσιάσει τα εμπορεύματά του για να τα πουλήσει
  • faire étalage de quelque chose: παρουσιάζω επιδεικτικά κάτι