état de siège
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ta⋅də⋅sjɛʒ/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
état de siège | états de siège |
état de siège (fr) αρσενικό