étendoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
étendoir | étendoirs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
étendoir (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
étendoir | étendoirs |
étendoir (fr) αρσενικό