étroitesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
étroitesse | étroitesses |
étroitesse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
étroitesse | étroitesses |
étroitesse (fr) θηλυκό