Εὔμηλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Εὔμηλος < εὔμηλος < εὖ + μῆλον + -ος (μῆλον = πρόβατο)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Εὔμηλος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) μυθικός βασιλιάς της Αρόης