Θιβετιανών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θιβετιανών

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Θιβετιανών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Θιβετιανός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Θιβετιανή