Ντόλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ντόλι < αγγλική Dolly

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ντόλι θηλυκό άκλιτο

  1. γυναικείο όνομα
  2. το όνομα που είχε δοθεί στο πρώτο κλωνοποιημένο πρόβατο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]