Ονδουριανών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Ονδουριανών
- (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Ονδουριανός
- (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Ονδουριανή