Πατρικίων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πατρικίων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Πατρικίων

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Πατρίκιος
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Πατρικία