Πνευματικού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πνευματικού < γενική ενικού του αρσενικού Πνευματικός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πνευματικού θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Παναγιώτα Δαλακούρα, Τα επώνυμα της Καβάλας γλωσσολογική προσέγγιση, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2020 [1]