Σπιριντόνοβνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σπιριντόνοβνα < μεταγραφή για τη ρωσική Спиридоновна (Spiridónovna) < Спиридон (Σπυρίδων)
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Σπιριντόνοβνα θηλυκό, άκλιτο
- γυναικείο πατρώνυμο: «του Σπιριντόν» (για άνδρα: Σπιριντόνοβιτς)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Σπιριντόν (όνομα)
- Σπιριντόνοβα (γυναικείο επώνυμο)
- → δείτε και Σπυρίδων