Χάσκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χάσκα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χάσκα < γενική ενικού του αρσενικού Χάσκας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χάσκα θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]