Χαμηλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χαμηλά < γενική ενικού του αρσενικού Χαμηλάς
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χαμηλά θηλυκό
Δείτε επίσης : χαμηλά |
Χαμηλά θηλυκό