άκριτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άκριτα < α- (στερητικό) + κρίση

Επίρρημα[επεξεργασία]

άκριτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]