ίντεξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ίντεξ < μεσαιωνική ελληνική ἴνδιξ < ἴνδηξ < λατινική index

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ίντεξ ουδέτερο άκλιτο

  1. κατάλογος στο τέλος ενός βιλίου όπου παρατίθενται με αλφαβητική σειρά όροι ή ονόματα του κειμένου του βιβλίου
  2. (θρησκεία) κατάλογος απαγορευμένων για τους πιστούς βιβλίων, ο οποίος καταρτίστηκε από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και ήταν σε ισχύ μέχρι το 1966

Μεταφράσεις[επεξεργασία]