αγγειοτενσινογόνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγειοτενσινογόνο < αγγειοτενσίνη + γόνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγειοτενσινογόνο ουδέτερο
- (βιολογία): πρωτεΐνη που συντίθεται στο ήπαρ και εκκρίνεται στο αίμα μετατρεπόμενη σε αγγειοτενσίνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειοτενσινογόνο
|