αγχώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγχώνομαι <

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aŋˈxo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐χώ‐νο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αγχώνομαι, π.αόρ.: αγχώθηκα, μτχ.π.π.: αγχωμένος, (ενεργ.: αγχώνω)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]